Ωσμωτική πίεση (Π) διαλύματος, που διαχωρίζεται με ημιπερατή μεμβράνη από τον καθαρό διαλύτη, ονομάζεται η ελάχιστη πίεση που πρέπει να ασκηθεί εξωτερικά στο διάλυμα, ώστε να εμποδιστεί το φαινόμενο της ώσμωσης, χωρίς να μεταβληθεί ο όγκος του διαλύματος.

Η ωσμωτική πίεση (Π) σε ορισμένη θερμοκρασία εξαρτάται από τον αριθμό γραμμομορίων ή μορίων του διαλυμένου σώματος σε ορισμένο όγκο διαλύματος και επομένως είναι μια προσθετική ιδιότητα. Όταν ένα διάλυμα αραιώνεται, η συγκέντρωσή του ελαττώνεται και επομένως και η ωσμωτική του πίεση ελαττώνεται. Το αντίθετο συμβαίνει σε διάλυμα που συμπυκνώνεται.

Ισοτονικά ονομάζονται τα διαλύματα αν έχουν την ίδια τιμή ωσμωτικής πίεσης. Υποτονικά ονομάζονται τα διαλύματα που έχουν τη μικρότερη τιμή ωσμωτικής πίεσης. Υπερτονικά ονομάζονται τα διαλύματα που έχουν τη μεγαλύτερη τιμή ωσμωτικής πίεσης.