Το Όζον ήταν η πρώτη αλλοτροπική μορφή που περιγράφηκε από την επιστήμη και ανακαλύφθηκε από τον Γερμανό Πειραματιστή Κρίστιαν Φρίντριχ Σένμπαϊν (Christian Friedrich Schönbein) κατά τη διάρκεια εκτέλεσης πειραμάτων αργής οξείδωσης φωσφόρου και ηλεκτρόλυσης του νερού το 1840. Το ονόμασε έτσι με βάση την ελληνική λέξη για τη μυρωδία (ὄζειν), από τη μυρωδιά που γίνεται αντιληπτή στις νύχτες με καταιγίδες αστραπών. Η χαρακτηριστική του οσμή το καθιστά ανιχνεύσιμο σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 2 mg/l. Το 1857 ο Siemens κατασκεύασε την πρώτη τεχνική μονάδα παραγωγής του και ήταν ο ίδιος που το 1901 οζονοποίησε νερό, ώστε να το απαλλάξει από παθογόνους μικροοργανισμούς καθιστώντας το πόσιμο. Το 1902 η απολύμανση του νερού με το όζον κατάφερε να περιορίσει θανατηφόρο επιδημία τύφου στην Βεστφαλία. Η μέθοδος διαδόθηκε παγκοσμίως, ώστε, σήμερα να χρησιμοποιείτε στην απολύμανση του νερού πολλών πόλεων (πχ στη Γαλλία εκτιμάται ότι χρησιμοποιείται σε πάνω από 700 υδραγωγεία), αντικαθιστώντας την χλωρίωση. Το όζον είναι αέριο, το οποίο σε αντίθεση με το μοριακό οξυγόνο, περιέχει 3 άτομα οξυγόνου. Είναι ασταθές, πολύ δραστικό, αρκετά εκρηκτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις,ισχυρά οξειδωτικό, ισχυρά τοξικό, με χαρακτηριστική οσμή και κυανό χρώμα, στην αέρια μορφή, μαύρο-μπλε, στην υγρή και μαύρο, στην στερεά του μορφή.